- δικτυβόλος
- δικτυβόλοςa fishermanmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δικτυβόλος — και δικτυοβόλος, ο (Α) ο ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + βόλος < βάλλω (πρβλ. τοξοβόλος, υδροβόλος)] … Dictionary of Greek
δικτυβόλοισιν — δικτυβόλος a fisherman masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικτυβόλων — δικτυβόλος a fisherman masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίχτυ — και δίκτυ και δίκτυο και δίχτυο (AM δίκτυον Μ και δίκτυ και δίκτυν) 1. πλέγμα από νήματα ή μετάλλινα σύρματα, τα οποία διασταυρώνονται και αφήνουν τρύπες, βροχίδες, χρήσιμα για τη σύλληψη ψαριών, πουλιών, ζώων 2. οποιοδήποτε δικτυωτό πλέγμα για… … Dictionary of Greek
δικτυβολώ — δικτυβολῶ ( έω) (Α) [δικτυβόλος] ρίχνω το δίχτυ … Dictionary of Greek
δικτυοβόλος — ο βλ. δικτυβόλος … Dictionary of Greek